- συγκαθορμίζομαι
- συγκαθ-ορμίζομαι, [voice] Pass.,A to be at anchor along with one, Plb.5.95.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκαθορμίζομαι — Α καθορμίζομαι συγχρόνως ή μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθορμίζομαι «προσορμίζομαι, έρχομαι στο λιμάνι για αγκυροβολία»] … Dictionary of Greek
συγκαθορμισθεῖσιν — συγκαθορμίζομαι to be at anchor along with aor part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)